- εἰρωνική
- εἰρωνικόςdissemblingfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
ξηρός — και ξερός, ή, ό, θηλ. και ξηρά (ΑΜ ξηρός, ά, όν, Α θηλ. και ξηρή) 1. αυτός που δεν περιέχει υγρασία, ο χωρίς νερό, στεγνός, άνυδρος (α. «ξερό ποτάμι» β. «χείμαρρους ξηροὺς ὕδατος», Αρρ.) 2. αυτός που έχει αποβάλει την ικμάδα του, τη ζωηρότητά του … Dictionary of Greek
Nasos Vagenas — Nasos Vagenas, also transliterated Vayenas (Greek: Νάσος Βαγενάς), was born in 1945 in Drama, Greece. Vagenas studied philology at the University of Athens. He has taught at the universities of Athens (1963 1968), Rome (1970 1972), Essex (1972… … Wikipedia
Σωκράτης — I Ένας από τους μεγαλύτερους φιλόσοφους της αρχαίας Ελλάδας (Αθήνα 470 ή 469 399 π.Χ.). Γιος ενός γλύπτη και μιας μαίας, ο Σ. πρέπει να είχε κάποια οικονομική άνεση, όπως αποδείχνει το γεγονός ότι πέρασε όλη του τη ζωή αδιαφορώντας για τα… … Dictionary of Greek
αμνημόνευτος — η, ο (Α ἀμνημόνευτος, ον) 1. αυτός που δεν μνημονεύεται ή δεν μνημονεύθηκε, για τον οποίο δεν έγινε λόγος, ο μη αναφερόμενος 2. αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν θυμηθεί νεοελλ. 1. αυτός, για τον οποίο δεν τελέστηκε μνημόσυνο ή τού οποίου δεν… … Dictionary of Greek
ασματοκάμπτης — ἀσματοκάμπτης, ο (Α) αυτός που στρίβει με περίεργο τρόπο τα άσματα (ειρωνική λέξη του Αριστοφάνη για τους διθυραμβοποιούς της εποχής του). [ΕΤΥΜΟΛ. < άσμα + καμπτης < κάμπτω] … Dictionary of Greek
αυστριακός — ή και ιά, ό 1. ως κύριο όν. α) ο κάτοικος της Αυστρίας ή ο καταγόμενος από την Αυστρία β) ειρωνική ονομασία για κατοίκους ορισμένων πόλεων, στους οποίους αποδίδεται τσιγκουνιά 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Αυστρία … Dictionary of Greek
βέλτιστος — η, ον βέλτιστος, η, ον (AM) (υπερθ. του αγαθός*) άριστος, ικανότατος αρχ. 1. (η κλητ. ως προσφώνηση φιλική ή ειρωνική) ὦ βέλτιστε αγαπητέ, φίλε μου 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ βέλτιστοι οι αριστοκρατικοί 3. το ουδ. εν. ως ουσ. τὸ βέλτιστον α) η … Dictionary of Greek
βομβάξ — (Α) (ειρων. επιφώνημα) καταπληκτικός! περίφημος! [ΕΤΥΜΟΛ. Επιφώνημα που δημιουργήθηκε βάσει της λ. βόμβος* με στόχο την ειρωνική μίμηση του πομπώδους ύφους] … Dictionary of Greek
γεννάδας — γεννάδας, ο (Α) ευγενής, γενναίος, ανώτερος άνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γέννα παρά τη φαινομενική ομοιότητα της προς δωρικό τ., πρόκειται για λ. τής αττικής διαλέκτου, με ειρωνική και σκωπτική χρήση] … Dictionary of Greek